μεσοδόκι

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source

Greek Monolingual

το
η μεσόδμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + δοκός.