μεσοδόκι

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

το
η μεσόδμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + δοκός.