μεσοκάθετος

From LSJ

Δοῦλος πεφυκὼς εὐνόει τῷ δεσπότῃ → Hero bene cupias servitutem serviens → Sei deinem Herrn, bist du auch Sklave, wohlgesinnt

Menander, Monostichoi, 116

Greek Monolingual

η
μαθημ. η κάθετος που τέμνει στο μέσο μια ευθεία ή καμπύλη γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + κάθετος].