κάθετος
English (LSJ)
κάθετον, (καθίημι)
A let down, perpendicular, πρὸς τὴν γῆν Arist.Mech.857b28; καθέταν is f.l. in Alc. 39: usually Subst.,
1 κάθετος (sc. γραμμή), ἡ, perpendicular, Arist.Mete. 373a11, Ti.Locr.98b, etc., al.; plumb line, Aen.Tact.32.6; πρὸς τὴν κάθετον δ' ἐμετρήθη Epigr. ap. Plu.Aem.15; κατὰ κάθετον = vertically, perpendicularly, Ph.Bel.69.22, Heliod. ap. Orib.49.13.1, Placit.2.24.1, Apollod. Poliorc.155.9; κατὰ κάθετον τοῦ ὀμφαλοῦ = vertically below, Paul.Aeg.6.50; πρὸς κάθετον Plu.2.938a; perpendicular height, τριῶν ἥμισυ σταδίων ἔχειν τὴν κάθετον Str.8.6.21.
2 (sc. ὁρμιά), ἡ, fishing line, Opp.H.3.77,138, AP7.637 (Antip., v.l. καθέτης).
3 (sc. ἀμνός or βοῦς), ὁ, an animal let down into the sea as an offering to Poseidon, Lys. Fr.227 S., cf. Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1283] hinab-, hinuntergelassen, hineingesteckt; ἀμνός, nach den VLL. ὁ καθιέμενος ἐς τὸ πέλαγος, wie auch von einem zum Opfer des Poseidon ins Meer versenkten Ochsen, Phot. u. Harpocr. aus Lys.; μόλιβδος, Senkblei; – θύρα, Fallthür, Schol. Eur. Phoen. 115; – ἡ κάθετος, die Grundangel, Opp. Hal. 3, 77. 138; τριχίνη Ant. Sid. 96 (VII, 637). – Bes. aber sc. γραμμή, die senkrechte Linie, Perpendikel, Tim. Locr. 98 b u. Sp., wie Sezt. Emp. adv. phys. 2, 57. 81 u. sonst; πρὸς τἡν κάθετον μετρεῖν, nach dem Bleiloth, ep. bei Plut. Aem. P. 15. Daher auch die senkrechte Höhe, Strab. VIII, 379.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
abaissé, descendu, qu'on abaisse, qu'on descend : κατὰ κάθετον PLUT, πρὸς κάθετον PLUT verticalement ; ἡ κάθετος (γραμμή) ligne qui s'abaisse directement, càd perpendiculaire ; πρὸς τὴν κάθετον μετρεῖν PLUT mesurer perpendiculairement.
Étymologie: adj. verb. de καθίημι.
Greek Monolingual
-η, -ο, θηλ. και -ος (Α κάθετος -ον) καθίημι
1. αυτός που έχει αφεθεί προς τα κάτω, ο κατακόρυφος προς την επιφάνεια της γης
2. (γεωμ.) αυτός που έχει τέτοια διεύθυνση ώστε να σχηματίζει με άλλον ορθή γωνία (α. «κάθετα επίπεδα, β. «κάθετη τομή»)
3. το θηλ. ως ουσ. η κάθετος
μαθ. γραμμή που σχηματίζει με άλλη γραμμή ορθή γωνία
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ κάθετος
α) η καθετή
β) σχοινί με βαρίδι στην άκρη με το οποίο ο χτίστης μπορεί να ευθυγραμμίσει τους τοίχους που κατασκευάζει, το νήμα της στάθμης
2. το αρσ. ως ουσ. (για πρόβατο ή βόδι) ὁ κάθετος (ενν. ἀμνός ή βοῦς)
αυτός που ρίχνεται στη θάλασσα ως προσφορά στον Ποσειδώνα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κάθετον
πόρτα για κάθοδο σε υπόγειο, καταπακτή, γκλαβανή.
επίρρ...
καθέτως και κάθετα (Α καθέτως)
με κάθετη διεύθυνση.
Greek Monotonic
κάθετος: -ον (καθίημι), αυτός που πέφτει προς τα κάτω, λέγεται για πετονιά ψαρέματος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κάθετος: II ἡ (sc. γραμμή) отвес, перпендикуляр (ἐν ἅπαντι ἰσοπλεύρῳ ἡ κ. ἐπὶ μέσον πίπτει Arst.; πρὸς τὴν κάθετον μετρεῖσθαι Plut.): κατὰ и πρὸς κάθετον Plut., Sext. по перпендикуляру, вертикально, отвесно.
и 3 (ᾰ) [adj. verb. к καθίημι отвесный, перпендикулярный (πρὸς τὴν γῆν Arst.): τριχίνη καθέτη Anth. = ἡ ὁρμιά.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάθετος -ον [καθίημι] neergelaten; subst. f. ἡ κάθετος (sc. γραμμή) schietlood, wisk. loodlijn:. πρὸς (τὴν) κάθετον met het schietlood, verticaal Plut. Aem. 15.10.