μεσοκάθετος

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

η
μαθημ. η κάθετος που τέμνει στο μέσο μια ευθεία ή καμπύλη γραμμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + κάθετος].