μετέσσομαι

From LSJ

ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. μετέσσεται;
f. épq. de μέτειμι¹.

Russian (Dvoretsky)

μετέσσομαι: эп. (= μετέσομαι) fut. к μέτειμι I.