μεταβλητική

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Russian (Dvoretsky)

μεταβλητική: ἡ (sc. τέχνη) меновая торговля Plat., Arst.