ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
και ματακάνω (Μ μετακά[μ]νω και ματακά[μ]νω)1. κάνω κάτι εκ νέου, ξανακάνω2. (ειδικά) ξαναχτίζωμσν.μεταβάλλω εκ νέου.