μετακάνω

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

και ματακάνω (Μ μετακά[μ]νω και ματακά[μ]νω)
1. κάνω κάτι εκ νέου, ξανακάνω
2. (ειδικά) ξαναχτίζω
μσν.
μεταβάλλω εκ νέου.