μετακλητός
From LSJ
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
Greek Monolingual
-ή, -ό μετακαλώ
1. αυτός που μπορεί να μετακληθεί ή αυτός που ήλθε με μετάκληση
2. (για υπάλληλο) αυτός που μπορεί να ανακληθεί οποιαδήποτε στιγμή, ο μη μόνιμος, ο ανακλητός
3. το ουδ. ως ουσ. το μετακλητό
(ιδίως για δημόσιο υπάλληλο) η πιθανότητα ανάκλησης, η μη μονιμότητα.