μετάκληση

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

η (ΑM μετάκλησις) μετακαλώ
1. κλήση, πρόσκληση
2. (γενικά) ανάκληση, ακύρωση
μσν.-αρχ.
αλλαγή ονόματος.