μονιμότητα
From LSJ
οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant
Greek Monolingual
η (Α μονιμότης)
μόνιμος
η ιδιότητα του μόνιμου, σταθερότητα, διάρκεια
νεοελλ.
το σύνολο τών προβλεπόμενων από το Σύνταγμα —και τη συναφή νομοθεσία— εγγυήσεων εναντίον ορισμένων βαρύνουσας σημασίας υπηρεσιακών μεταβολών τών δημόσιων υπαλλήλων, όπως λ.χ. παύσης, υποβιβασμού, μετάθεσης, εφόσον και για όσο χρόνο υπάρχουν οι σχετικές θέσεις.