μονιμότητα
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
Greek Monolingual
η (Α μονιμότης)
μόνιμος
η ιδιότητα του μόνιμου, σταθερότητα, διάρκεια
νεοελλ.
το σύνολο τών προβλεπόμενων από το Σύνταγμα —και τη συναφή νομοθεσία— εγγυήσεων εναντίον ορισμένων βαρύνουσας σημασίας υπηρεσιακών μεταβολών τών δημόσιων υπαλλήλων, όπως λ.χ. παύσης, υποβιβασμού, μετάθεσης, εφόσον και για όσο χρόνο υπάρχουν οι σχετικές θέσεις.