μετασυμπασχίζω
From LSJ
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
Greek Monolingual
μετασυμπασχίζω (Μ)
συμπάσχω, συμπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + συμ-πασχίζω «συμπάσχω»].
αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασι → automatically do the noble go to the feasts of the noble
μετασυμπασχίζω (Μ)
συμπάσχω, συμπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + συμ-πασχίζω «συμπάσχω»].