μετεωροποιός

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281

Greek Monolingual

μετεωροποιός, -όν (Α)
αυτός που τείνει προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -ποιός].