μετεωροποιός

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

μετεωροποιός, -όν (Α)
αυτός που τείνει προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -ποιός].