μετρό
From LSJ
Νέοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστιν τοῦ λαλεῖν → Sermone melius est iuveni silentium → Es schweigen besser, statt zu schwätzen, junge Leut'
Greek Monolingual
το
ο (υπόγειος) ηλεκτρικός σιδηρόδρομος μιας πόλης, αλλ. μητροπολιτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. metro, συντετμημένος τ. του metro-politain «μητροπολιτικός» (< μητρόπολη)].