μετρό

From LSJ

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source

Greek Monolingual

το
ο (υπόγειος) ηλεκτρικός σιδηρόδρομος μιας πόλης, αλλ. μητροπολιτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. metro, συντετμημένος τ. του metro-politain «μητροπολιτικός» (< μητρόπολη)].