μεφίτις

From LSJ

οὐ σύ με λοιδορεῖς, ἀλλ᾿ ὁ τόπος → it is not thou who mockest me, but the roof on which thou art standing (Aesop)

Source

Greek Monolingual

η
ζωολ. γένος ικτίδων, σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας mustelidae, τα οποία εκτοξεύουν δύσοσμο υγρό σε περιπτώσεις κινδύνου για προστασία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mephitis / mefitis].