μεφίτις

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source

Greek Monolingual

η
ζωολ. γένος ικτίδων, σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας mustelidae, τα οποία εκτοξεύουν δύσοσμο υγρό σε περιπτώσεις κινδύνου για προστασία τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mephitis / mefitis].