μηνίαρχος

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

μηνίαρχος, ὁ (Α)
ο μηνιάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήν, μηνός «μήνας» + -αρχος (< ἄρχω) κατά το ταξί-αρχος].