μηνιγγότυφος

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

ο
ιατρ. κοιλιακός τύφος στον οποίο επικρατούν συμπτώματα μηνιγγίτιδας.