μητρῷον
From LSJ
Νόμιζε κοινὰ πάντα δυστυχήματα → Commune cuivis crede, quod cuiquam accidit → Geh davon aus, dass jedes Unglück jedem droht
Russian (Dvoretsky)
μητρῷον: τό (sc. ἱερόν) храм «великой матери», т. е. Кибелы (служивший в Афинах государственным архивом) Dem.
Mantoulidis Etymological
(=ναός τῆς Δήμητρας ἤ τῆς Κυβέλης, ἀρχεῖο). Ἀπό τό μήτηρ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.