μικροπράγματα
From LSJ
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
Greek Monolingual
και μικροπράματα, τα
1. μικροϋποθέσεις χωρίς καμιά σημασία, ζητήματα ανάξια λόγου
2. μικροαντικείμενα («μη μαζεύεις μικροπράγματα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].