μικροπόδαρος
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ μικροπόδαρος, -η, -ον)
αυτός που έχει μικρά πόδια, ο κοντοπόδαρος.
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
-η, -ο (Μ μικροπόδαρος, -η, -ον)
αυτός που έχει μικρά πόδια, ο κοντοπόδαρος.