μικρούλης

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297

Greek Monolingual

-α, -ι και -ικο μικρός
1. αυτός που είναι πολύ μικρός ως προς τις διαστάσεις («μικρούλα κάμαρα»)
2. αυτός που είναι πολύ μικρός ως προς την ηλικία («έλα, μικρούλη μου να σέ φιλήσω»)
3. ως ουσ. α) νέος, νεανίσκος, παιδίσκη, κοπέλα
β) μικρό παιδάκι, μωράκι.