μιλησιακός

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μιλησιακός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μίλητο ή αυτός που προέρχεται από τη Μίλητο
2. (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) Μιλησιακά
τίτλος έργου του Αριστείδου του Μιλησίου το οποίο αποτελούνταν από σύντομα διηγήματα με ερωτικό ή πειρακτικό περιεχόμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μίλητος + κατάλ. -ιακός, με συριστικοποίηση του -τ- πριν από -ι-].