μισοάνθρωπος

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

μισοάνθρωπος και μισάνθρωπος, ὁ (Μ)
(για σάτυρο) αυτός που από τη μέση και πάνω είναι άνθρωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισ(ο)- + ἄνθρωπος.