μονοιάζω

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148

Greek Monolingual

μονοιάζω)
βρίσκομαι σε αρμονική συμβίωση ή σε αγαθές σχέσεις με κάποιον, συμφωνώ, ομονοώ («κι όλ' οι πλανήτες τ' ουρανού την όρεξ' ας κινήσου ρηγάδω να μονοιάσουσι, να τόνε πολεμήσου», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. συμφιλιώνω ανθρώπους μεταξύ τους («τους μόνοιασαν οι κοινοί γνωστοί»)
2. συμφιλιώνομαι με κάποιον, φιλιώνω («μονοιάσαμε πάλι μετά από έναν μήνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμονοιάζω, με σίγηση του αρκτικού άτονου ο (πρβλ. ομιλώ: μιλώ)].