μονοιάζω

From LSJ

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303

Greek Monolingual

μονοιάζω)
βρίσκομαι σε αρμονική συμβίωση ή σε αγαθές σχέσεις με κάποιον, συμφωνώ, ομονοώ («κι όλ' οι πλανήτες τ' ουρανού την όρεξ' ας κινήσου ρηγάδω να μονοιάσουσι, να τόνε πολεμήσου», Ερωτόκρ.)
νεοελλ.
1. συμφιλιώνω ανθρώπους μεταξύ τους («τους μόνοιασαν οι κοινοί γνωστοί»)
2. συμφιλιώνομαι με κάποιον, φιλιώνω («μονοιάσαμε πάλι μετά από έναν μήνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμονοιάζω, με σίγηση του αρκτικού άτονου ο (πρβλ. ομιλώ: μιλώ)].