μονοκοντυλιά

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545

Greek Monolingual

και μονοκονδυλιά, η
1. γραφή λέξης, φράσης, υπογραφής ή σχεδίου με μία κίνηση της γραφίδας
2. φρ. «με μια μονοκοντυλιά» — χωρίς μεγάλη διαδικασία, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κοντύλι. Η λ., στον λόγιο τ. μονοκονδυλία, μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή].