μονοκοντυλιά

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186

Greek Monolingual

και μονοκονδυλιά, η
1. γραφή λέξης, φράσης, υπογραφής ή σχεδίου με μία κίνηση της γραφίδας
2. φρ. «με μια μονοκοντυλιά» — χωρίς μεγάλη διαδικασία, γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κοντύλι. Η λ., στον λόγιο τ. μονοκονδυλία, μαρτυρείται από το 1829 στον Αδ. Κοραή].