μουλαρήσιος
From LSJ
δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives
Greek Monolingual
-ια, -ιο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μουλάρι ή προσιδιάζει σε μουλάρι
2. επίμονος, πεισματάρης («έχει μουλαρήσιο πείσμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. μουλάρι + -ήσιος (πρβλ. γελαδήσιος, μοσχαρήσιος)].