μούδα

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171

Greek Monolingual

(I)
η ναυτ. οριζόντια ενισχυτική σειρά του ιστίου, κατά μήκος της οποίας είναι στερεωμένα μικρά και ελαφρά σχοινιά, χρήσιμα για το μουδάρισμα του πανιού ενός ιστιοφόρου πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του μουδάρω].
(II)
η
γυναικεία φορεσιά, αλλαξιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. muda].