μπάμπουρας

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290

Greek Monolingual

και μπούμπουρας και μπάμπουλας, ο, και μπάμπουλα, η (Μ μπάμπουλας και μπούμπουλας, ὁ)
σκαθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ηχομιμητική λ. (πρβλ. αρχ. βομβυλιός και τα μπάμπακας / μπάκακας)].