μπάμπω

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

και βάβω και βάβα, η
1. γιαγιά, μάμμη
2. (κατ' επέκτ.) πολύ γριά γυναίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. babo, κλητ. του baba «γριά»].