μπαρμπέρικο

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source

Greek Monolingual

το μπαρμπέρης
κατάστημα του μπαρμπέρη, κουρείο.