μπουνταλάς

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

ο, θηλ. μπουνταλού
1. ανόητος, κουτός
2. χοντρός
3. αδέξιος
4. νωθρός, οκνηρός
5. αγαθούλης, αφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. budala].