νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
το
βαρύ πολυβόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυδράλιο + -βόλο (< βάλλω), πρβλ. πολυ-βόλο. Η λ. στο θηλ. γένος μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εστία].