μυζώ

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311

Greek Monolingual

-άω (ΑΜ μυζῶ, Α ιων. τ. μυζέω)
ρουφώ με το στόμα την υγρή ουσία που περιέχεται κάπου, βυζαίνω, πιπιλίζω («η μέλισσα μυζά τον χυμό του άνθους»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ενεστ. σχηματισμένος από το θ. μυζη- του αόρ. -μύζη-σα του μύζω (II) «πιπιλίζω, ρουφώ»].