μυωδυνία

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

η
ιατρ. μυαλγία, πόνος τών μυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myodynie < μυς «μυς του σώματος» + οδύνη].