μυωδυνία

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source

Greek Monolingual

η
ιατρ. μυαλγία, πόνος τών μυών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myodynie < μυς «μυς του σώματος» + οδύνη].