μυόσκατον

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Greek Monolingual

μυόσκατον, τὸ (Μ)
περίττωμα ποντικού, ποντικοκούραδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + σκατόν].