Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μωρόν

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

Greek (Liddell-Scott)

μωρόν: τό, «τὸ ὀξὺ Κύπριοι» Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ξ. 479, Ἐτυμ. Μ. 776, 23, ἐν λ. ὑλακόμωρος, ἔνθα μόρον.