μύμαρ

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source

Greek Monolingual

μῡμαρ, τὸ (Α)
(αιολ. τ.) μῶμαρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μῶμος.