μῶμαρ

English (LSJ)

τό, poet. for μῶμος, Lyc.1134.

German (Pape)

[Seite 225] τό, poet. = μῶμος, Lycophr. 1134; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

μῶμαρ: τό, ποιητ. ἀντὶ μῶμος, Λυκόφρ. 1134. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μῶμαρ· μέμψις, ὄνειδος, αἶσχος».

Greek Monolingual

μῶμαρ, τὸ (Α)
(ποιητ. τ.) μῶμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. του μῶμος, πιθ. αρχαϊκό, ενώ κατ' άλλη άποψη προήλθε με επίδραση του μῦμαρ].

Translations

censure

Armenian: պարսավանք, նախատինք; Old Armenian: դսրով; Bulgarian: неодобрение; Catalan: censura; Finnish: moittiminen; Galician: censura; German: Tadel, Zurechtweisung, Kritik, Ermahnung, Tadeln, Zurechtweisen, Kritisieren, Ermahnen; Greek: κριτική, επίκριση, μομφή; Ancient Greek: ἐγκλησία, ἐπηγορία, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιτίμημα, κάκισις, κακισμός, κατάγνωσις, κατηγόρημα, μέμψις, μομφή, μῦμαρ, μῶμαρ, μώμημα, μώμησις, μῶμος, ὀνείδισμα, ὄνειδος, ὄνοσις, ψέξις, ψόγος; Middle English: blame; Russian: порицание, нарекание; Sanskrit: निन्दा; Spanish: censura; Tagalog: pula; Tocharian B: nāki; Ukrainian: осуд, засудження; Zazaki: sansur