μύρμηγκας

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470

Greek Monolingual

και μέρμηγκας, ο (Μ μύρμηγκας και μέρμηγκας και μούρμουργκας)
μυρμήγκι
νεοελλ.
μεγάλο μυρμήγκι
μσν.
στον πληθ. oἱ μύρμηγκες
η ελμινθίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μύρμηξ, κατά τα αρσ. σε -ας].