Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück
και μέρμηγκας, ο (Μ μύρμηγκας και μέρμηγκας και μούρμουργκας)
μυρμήγκι
νεοελλ.
μεγάλο μυρμήγκι
μσν.
στον πληθ. oἱ μύρμηγκες
η ελμινθίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μύρμηξ, κατά τα αρσ. σε -ας].