μύωπα

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

και μύωψ, ο (ΑΜ μύωψ)
αυτός που βλέπει καλά μόνο τα κοντινά, αλλά που μισοκλείνει τα μάτια του για να δει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («διὰ τί οἱ μύωπες συνάγοντες τὰ βλέφαρα ὁρῶσιν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που πάσχει από μυωπία
2. μτφ. αυτός που αδυνατεί να εννοήσει τα βαθύτερα αίτια και τα απώτερα αποτελέσματα τών γεγονότων, κοντόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύ-ω «κλείνω» (για μάτια ή χείλη) + -ωψ, -ωπος (< ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι»), πρβλ. κύκλωψ].