μύωπα
From LSJ
Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont
Greek Monolingual
και μύωψ, ο (ΑΜ μύωψ)
αυτός που βλέπει καλά μόνο τα κοντινά, αλλά που μισοκλείνει τα μάτια του για να δει πρόσωπα ή αντικείμενα που βρίσκονται μακριά («διὰ τί οἱ μύωπες συνάγοντες τὰ βλέφαρα ὁρῶσιν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ιατρ. αυτός που πάσχει από μυωπία
2. μτφ. αυτός που αδυνατεί να εννοήσει τα βαθύτερα αίτια και τα απώτερα αποτελέσματα τών γεγονότων, κοντόφθαλμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύ-ω «κλείνω» (για μάτια ή χείλη) + -ωψ, -ωπος (< ὤψ, ὠπός «όψη, μάτι»), πρβλ. κύκλωψ].