νέφωμα

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259

Greek (Liddell-Scott)

νέφωμα: τό, «συννέφιασμα», Εὐστ. Θεσ. σ. 327, ἔκδ. Mi.

Greek Monolingual

το (Μ νέφωμα) νεφούμαι
συννέφιασμα.