κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ναποῖαι: οἱ, (= νεωποῖαι, δηλ. νεωποιοὶ) Ἐπιγρ. Κῶ, Bul. de cor. hel. VI, σ. 255. 257. - Πρβλ. νακόρος.