ναρκώ

From LSJ

Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)

Source

Greek Monolingual

ναρκῶ, -άω (Α) νάρκη
βρίσκομαι σε κατάσταση νάρκης, γίνομαι δυσκίνητος, ναρκώνομαι, μουδιάζω.